Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀντίμαχοι — Ἀντίμαχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδασμός — ὁ, Μ ύγρανση, σήψη, μούχλιασμα («πρὸς πλαδασμὸν καὶ σῆψιν ἀντίμαχοι», Ευστ. Πον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαδῶ + κατάλ. ασμός τών ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek